ἁγιωσύνη

ἁγιωσύνη
42 ἁγιωσύνη
{сущ., 3}
святость ( 1. отделение от нечистоты и греха, нравственное совершенство; 2. о Боге: совершенство, отделенность от всего тленного и несовершенного), моральная чистота, святыня.
Ссылки: Рим. 1:4; 2Кор. 7:1; 1Фес. 3:13. LXX: 6944 а тж. 1935 (דוֹה).*
ключ.сл.

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ἁγιωσύνη" в других словарях:

  • αγιωσύνη — ἁγιωσύνη, η (Α) βλ. αγιοσύνη …   Dictionary of Greek

  • ἁγιωσύνη — holiness fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγιωσύνῃ — ἁγιωσύνη holiness fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγιωσύνηι — ἁγιωσύνῃ , ἁγιωσύνη holiness fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγιωσύνην — ἁγιωσύνη holiness fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγιωσύνης — ἁγιωσύνη holiness fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγιωσύνας — ἁγιωσύνᾱς , ἁγιωσύνη holiness fem acc pl ἁγιωσύνᾱς , ἁγιωσύνη holiness fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -σύνη — παραγωγική κατάλ. αφηρημένων ουσ. όλων τών περιόδων τής ελλην. γλώσσας. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα μιας ΙΕ ρίζας στην οποία ανάγονται επίσης τα: αρχ. ινδ. tvanam, αβεστ. θwanәm. Αρχικά, τα θηλ. ον. σε σύνη… …   Dictionary of Greek

  • άγιος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 917 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιστιαίας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιδηψού. * * * ια και ία, ιο (AM ἅγιος, ία, ιον) 1. (για πρόσωπα) ενάρετος, ευσεβής 2. ονομασία τού Θεού, τού Πνεύματος, τών… …   Dictionary of Greek

  • αγιοσύνη — η (AM ἁγιωσύνη) 1. αγιότητα, ιερότητα 2. (ως προσφώνηση αρχιερέως και ιερέως) «η αγιοσύνη σου». μσν. η αγνότητα (ως μια από τις αρετές που συνθέτουν την αγιοσύνη). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅγιος + παραγ. κατάλ. σύνη] …   Dictionary of Greek

  • ՍՐԲՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0761 Chronological Sequence: Early classical, 12c գ. ἀγίασμα, ἀγιασμός, ἀγιότης, ἀγιωσύνη, ἄνεια, καθαριότης, καθαρισμός, κάθαρσις , ὀσιότης եւն. sanctificatio, sanctimonia, sanctitas, puritas, purificatio, munditia, purgatio եւ ἄγιον,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»